- βρουμάλιο
- Λέξη των βυζαντινών χρόνων, που προέρχεται από τους Ρωμαίους και σημαίνει γενικά γιορτή, πανηγύρι. Στον πληθυντικό προσδιόριζε μία γιορτή των Ρωμαίων κατά τις Βρούμες. Η λέξη βρούμα είναι λατινική, αλλά χρησιμοποιήθηκε και από τους Βυζαντινούς και σήμαινε τη μικρότερη ημέρα του έτους, που συμπίπτει με τη χειμερινή τροπή του Ήλιου.
Dictionary of Greek. 2013.